ντε

ντε
1. (χρησιμοποιείται ως μόριο προτρεπτικό που όταν βρίσκεται μετά από μια λέξη, συν. προστ. ρήματος, επιτείνει τη σημασία της) εμπρός λοιπόν (α. «έλα ντε!» β. «μίλα ντε!»)
2. φρ. «ντε και καλά» και «ντε και σώνει» — οπωσδήποτε («ήθελε ντε και καλά να μείνει μοναχός του βασιλιάς», Βάρναλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. de].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ντε — επίρρ., εμπρός λοιπόν: Έλα ντε, μην ντρέπεσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ντε Κίρικο, Τζόρτζιο — (Giorgio de Chirico, Βόλος, Ελλάδα 1888 – 1978). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στην Αθήνα και αργότερα στο Μόναχο, όπου ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα ρομαντικά, φασματικά και ονειρικά τοπία του Άρνολντ Μπέκλιν. Το 1911, ύστερα από σύντομη, διαμονή… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Νίρο, Ρόμπερτ — (Robert De Niro, Νέα Υόρκη 1943 –). Αμερικανός ηθοποιός σκηνοθέτης και παραγωγός. Ενας από τους πλέον χαρισματικούς ερμηνευτές και αναμφίβολα μέσα στους κορυφαίους του 20ού αι. Ο μοναδικός που στα μάτια κοινού και κριτικών μπορεί άνετα να… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Χάβιλαντ, Τζέφρι — (Jefrey de Havilland, Χάσλεμερ, Σάρεϊ 1885 – Λονδίνο 1965). Άγγλος αεροναυπηγός και μηχανικός. Υποστήριξε με πίστη τις πρωτοποριακές εξελίξεις της αεροναυτικής και το 1910 πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση με αεροπλάνο που σχεδίασε ο ίδιος. Προς …   Dictionary of Greek

  • Ντε Γκολ, Σαρλ Αντρέ — (Charles Andre Joseph Marie De Gaulle, Λίλ 1890 – Κολομπέ λε ντεζ Εγκλίζ 1970). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς ηγέτες της μεταπολεμικής Γαλλίας. Μαθητής και αργότερα καθηγητής της στρατιωτικής ιστορίας… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Μορεάς, Βινίσιους — (Vinicius de Moreas, Pίο ντε Τζανέιρο 1913 – 1980). Βραζιλιάνος λογοτέχνης. Γεννήθηκε στο από εύπορη οικογένεια διανοουμένων. Διπλωμάτης στο επάγγελμα, ο Β. Ντε Μ. μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Bραζιλιάνους ποιητές και… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Χόοχ, Πιέτερ — (Pieter de Hooch, Ρότερνταμ 1629 – Άμστερνταμ 1684;). Ολλανδός ζωγράφος. Μαθητής του τοπιογράφου Νικολάες Μπέρχεμ στο Χάαρλεμ, εργάστηκε από το 1653 έως το 1662 στο Ντελφτ, στο Λέιντεν και στη Χάγη και από το 1667 στο Άμστερνταμ. Τα νεανικά του… …   Dictionary of Greek

  • ντε φάκτο — (de facto). Όρος συνηθισμένος στη διπλωματική γλώσσα, δηλωτικός πραγματικής κατάστασης ορισμένης σχέσης ή θέσης, στην οποία βρίσκεται μια χώρα ή ένα γεγονός. Ν.φ. λέγεται κυρίως η έμμεση αναγνώριση ενός κράτους ή μιας κυβέρνησης. * * * επίρρ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Αμίτσι, Εντμόντο — Ιταλός συγγραφέας. Βλ. λ. Αμίτσι Εντμόντο ντε …   Dictionary of Greek

  • Ντε Βαλέρα, Ίμον — (Eamon De Valera, Νέα Υόρκη 1882 – Δουβλίνο 1975). Ιρλανδός πολιτικός. Πρωταγωνιστής της ιρλανδικής ανεξαρτησίας, το 1913 αναμείχθηκε στο κίνημα των Ιρλανδών εθελοντών και κατά τις ταραχές του Πάσχα στο Δουβλίνο (1916) συνελήφθη και καταδικάστηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”